ὑπερθερμασία

ὑπερθερμασία
ὑπερθερμ-ᾰσία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A immoderate warming, heating, Hp.Morb.2.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερθερμασία — η / ὑπερθερμασία, ΝΑ, και ιων. τ. ὑπερθερμασίη Α [ὑπερθερμαίνω] πολύ υψηλός πυρετός …   Dictionary of Greek

  • ὑπερθερμασίης — ὑπερθερμασία immoderate warming fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερθερμία — η η ύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τους 37 βαθμούς (δηλ. πάνω από το φυσιολογικό όριο), υπερθερμασία, πολύ ψηλός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”